Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ

Μεγάλος άνθρωπος ήτανε, γεμάτος ζωή, κλειστός, άθραυστος, μπήκε από πόρτα μικρή, τόση δα, στη ζωή της έπεσε μέσα στα ξαφνικά κι ανάμεσα σε όλα που έλειπαν, σε πλήθος απουσιών, σε στρατούς ελλείψεων, ψηλός, απομακριά, χείλη ασάλευτα, μέλι γλυκά, κάρβουνο στα μάτια, ροδαλή η σάρκα, όμορφος, όμορφος κι ολοσοβαρός, με σπίθα στο βλέμμα το χαμηλό, μεγάλος άνθρωπος γι αυτήν που αλόγιστα έτρεχε χωρίς να φτάνει, σε σύμπαν κοριτσίστικο διεστραμμένο από μοναξιά, παράλογο από μυστικά σκοτεινά, με αγγίγματα ανομολόγητα, φουριάτη, ασυγκράτητη ξόδευε χρόνο και λόγια, πουλώντας κι αγοράζοντας, απαντώντας η ίδια στις ερωτήσεις και φτιάχνοντας αμηχανία, δεν τον άκουσε ακόμα και σαν μίλησε με λόγια σαν ποιήματα εγκαταλειμμένα γεμάτα σιωπές...είδε μόνο το χαμόγελο το αδιόρατο που γλίστρησε στα χείλη του και ξεκουραζόταν στο λακάκι στο πηγούνι του...κι αυτό ήταν! θάμπωσε από τανείπωτα που είχαν τόσο ενδιαφέρον, όσο τίποτα στη ζωή της, μπερδεύτηκε μέσα της μυστικά σε πράξεις αριθμητικές και λόγια γεμάτα αν, στο μυαλό της μέσα με λύσσα πάλεψε -η καρδιά της είχε από τα οκτώ της σωπάσει- ή κι αν της ψιθύριζε, δεν άντεχε νακούσει, ο φόβος φυλάει τα έρμα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

σχολιάστε...