Έμαθε να παραφυλάει τα φωτισμένα
δωμάτια. Να λαχταράει, να θέλει,
να μην έχει. Να περιμένει πίσω
από κλειδωμένες πόρτες με
στηλωμένα τα όμορφα μάτια,
αρχόντισσα μέσα στην ένδεια, σιωπηλή,
μας χρέωνε για όλα, όλα τάθελε,
ζούσε μόνο για να έχει, να σβήσει
τις μέρες τις βαριές, τις δύσκολες,
τις ολόγυμνες μέρες που μόνο μ' ένα
παράστημα δυο μέτρα παρά κάτι και
δυο πνιγμένα μάτια προσπαθούσε
να τα βγάλει πέρα.
Κι όλα τα κέρδισε, όλα τα έξω,
τα οριζόντια, όλα τα πάνω πάνω.
Μέσα η ζωή έμπαζε, η ηχώ τραυμάτιζε
την αδειοσύνη κι εκείνη καραούλι,
με τους ζυγούς να υπολογίζει και
τα υποδεκάμετρα, τι έχει, τι δεν της δίνουν,
τι θα πάρει κι από ποιόν, ενώ ο θυμός
έσφιγγε τα δόντια της, την άλωνε,
κυκλοφορούσε με το αίμα της,
την σκλήραινε, την πίκραινε, την άδειαζε.
Ρ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
σχολιάστε...