Στις φωτιές πέφτει και στα χαλάσματα,
με τα προικιά και τα λόγια του,
με τα χαρίσματά του και κάθε του
απόκρυφη γωνιά, αλαφιασμένος
στης καρδιάς και του μυαλού τους
δρόμους τρέχει, με όλα που ξέρει
κι όσα δεν ξέρει, όλα που μαντεύει
κι όσα πιστεύει, σε μια τόση δα
στιγμίτσα που η θλίψη πλημμυρίδα
τα καταπίνει όλα και το ανείπωτο
εγκαθίσταται, έρχεται με τα δώρα του
ν' ακουμπήσουν στις πληγές, άφοβος,
γενναίος, με λυμένες στο γόνατο
τις απορίες του και φτιάχνει διαλείμματα,
όμορφα χρώματα κι άλλους τόπους και
γέροντας νιούτσικος, στέφει Βασιλιά
το αλάφρωμα, σε τελετή σεμνή,
που δεν θα τη χάσει απ' τα μάτια του
μέχρι τέλους, μέχρι να εγκατασταθεί
στο βλέμμα πάλι και στις άκρες στα χείλη
ο άνεμος ο ξερός, ο βουνίσιος, ο μυρωδάτος
κι ο ορίζοντας ο καταγάλανος κι ωσότου
έρθει η ψυχή στα γράδα της και
η δική του λάδι, να ησυχάσει.
Ρ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
σχολιάστε...