Ηλιόλουστης ανηφόρας κόψη,
φιγούρα αλλόκοτη ξωτικού,
με βάρος τη ξεγνοιασιά του
και παχύ γαλάζιο φως γύρω,
κύμα αφρισμένο που τον έλουζε
και του χάριζε το μεσημέρι.
Με τα μάτια της τον πήρε,
φωλιά έφτιαξε βαθιά, δίπλα
στου Ανεκπλήρωτου την κούνια
στάθηκε για χρόνια ριζωμένη,
αγκαλιά βραχώδη να φυλάει.
Εκεί αποκοιμήθηκε με τα όνειρα γεμάτα
πλουμιστές στολές υπερηρώων
και τον μασκάρευε τα βράδια κρυφά.
Μεγάλωσε, δυνάμωσε, φούσκωσαν
τα πανιά της, δοκίμασε τα λόγια της,
κοντά του ακόνισε την κόψη της
γέμισε κέρδη, χασούρες και προικιά.
Τώρα κοντά και μακριά, μέσα
στον άνεμο ακούει να της μαθαίνει
το Παράρτημα, γεμάτο υποσημειώσεις
και δύσκολες παραπομπές,
με βιβλιογραφία τις ζωές του και
πηγές από το πουθενά να κατακλύζουν
το παντού κι ουρανό άλλο να δείχνουν
με φορεσιά το μπλε της αβύσσου
ολόμαυρο.
Ρ. Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
σχολιάστε...