Τα λόγια που ντύθηκαν νέα ήταν παλιά,
ορατά τα σημάδια, ο Κοντορεβυθούλης ανόητος:
τα πουλιά έτρωγαν και πέτρες.
Έφτιαξε ξανά κόσμο ψευδαίσθηση,
τον ονομάτισε γραπωμένος στο πιο μικρό του εγώ
και με τα γνωστά παιχνίδια πανοπλία του
σ' άλλα μέρη αναπαλαιώνει τα πενηντακάτι του.
Ο καημός μέσα, άδεια τα μάτια τα όμορφα,
ο φόβος έχει γωνιάσει σε χαμόγελο
γκριμάτσα κι ακροπύργιο που εξιστορούσε
όσα δεν έλεγε...Τα τακτοποίησε καλά,
τα όσα του όλα που χρόνια σιγόβραζαν,
έβαλε πάλι το καπάκι μην ξεγλιστρήσει αχνός,
ο που εμπεριέχει τη ζουμερή αλήθεια του,
ο μόνος. Κάτι σαν το Κυριακάτικο της γάστρας
ήμαρτον, βασανιστηρίου τόπος,
όλα μέσα για ώρες αργοβράζουν να το πιουν
το ζουμάκι τους, να λιώσουν και να μαλακώσουν,
να φεύγει λέει το κρέας απ' το κόκκαλο κι έτσι
μυρωδάτο και κυρίως μα-λα-κό το μακελειό
να το καταπίνει αμάσητο, ενώ αυτός σκληραίνει
και χάνεται, για του όποιου θέλει τα δόντια...
Ρ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
σχολιάστε...