ΕΦΙΑΛΤΗΣ

















Θόρυβοι ακατάστατοι
ανακατεμένοι με ανθρώπων φωνές 
δεν ήξερες κλαίγοντας ή γελώντας.
Ανάσα βροχής παγερή
με ήχο στερεό, συμπαγή,
έτρωγες τα μούτρα σου
αν δεν πρόσεχες..
Η ομπρέλα έκλαιγε γύρω 
γλιστρούσε, χέρι 
κόκκινο ξυλιασμένο
κρύωνε άνιωθο κι ολομόναχο
σε συννεφιά που
καθόταν βαριά στις πλάτες..
Του θανάτου υγρασία
απλωνόταν μέσα 
τα μηνίγγια χτυπούσαν
τα γόνατα παγωμένα
κακοφορμισμένη σάρκα
ανάμεσα σε μπούτια 
γυμνά, ντροπιασμένα
με κάλτσες γύφτισσες.
Σόλες-κρεπ έτριζαν δυνατά
στο ρυθμό έσφιγγε τα δόντια
-έτριζαν κι αυτά...παγωνιά
σαν στο παλιό το σπίτι
με τις τριανταφυλλιές 
που να ζεσταθεί προσπαθούσε 
με σόμπα σιδερένια
Τα μπουριά φλέβες- 
μαύρο αίμα αποκεφάλιζαν 
χαλνώντας τις αυταπάτες
των άσπρων τοίχων.

                                   Ρ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

σχολιάστε...