ΛΥΠΗ ΣΤΕΓΝΗ
















Παράθυρα κλειστά κοιτάζουν
σε ακάλυπτους πολυκατοικιών,
μυρωδιά μούχλας κι εντομοκτόνο,
φώτα γαριασμένα από γλόμπους 
γυμνούς, αίθουσες αναμονής με 
καναπέδες σαρακοφαγωμένους και 
γραμματείς δήθεν απασχολημένες
να κρύβουν αδιάκριτα βουβά 
χασμουρητά, ενώ εσύ καρφώνεις 
το βλέμμα στα μισοκαθαρισμένα 
όπως όπως μωσαϊκά με την κιτρινιάρικη 
γιαλάδα τους γεμάτη απελπισία όσο 
μια ξαφνική, ασήκωτη στενοχώρια, 
μια λύπη στεγνή σέρνεται στο πένθιμο 
τικ τακ του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο 
και πενήντα χρόνια στη ζωή σου.


                                                  Ρ.Κ
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ,
ΠΟΥ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΛΙΓΟΣΤΕΨΑΝ...

ΑΝΑΜΟΝΗ
Βρώμικοι ακάλυπτοι
αχνίζουν μούχλα κι εντομοκτόνο
Φως γαριασμένο γεννούν γλόμποι γυμνοί 
Κουφάρια πολυθρόνες
πολεμούν με τα βουβά χασμουρητά
των δήθεν απασχολημένων γραμματέων
Τα μωσαϊκά γυαλίζουν κίτρινη απελπισία
Μια ασήκωτη στενοχώρια
μια λύπη στεγνή σουρνάμενη
σε πιάνει στα πράσα
Συνθλίβεσαι στους γύρους
του κρεμασμένου ρολογιού
που μετράει τη λήξη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

σχολιάστε...