Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ
















Τα πόδια.
Υπήρχαν.
Ζούσαν.
Είχαν κίνηση.
Δικό τους ύφος.
Έτσι ακουμπισμένα
μέσα στα παπούτσια.
Αυτό το "έτσι"
είναι το ύφος.
Έτσι κι όχι αλλιώτικα.

Η σόλα φαγωμένη
από τη μια μεριά,
λοξά. 
Λογιζόμουν
τον ρυθμό των
βημάτων του,
την περπατησιά του.
Τα κορδόνια δεμένα
από τα χέρια.
Ίσως και πριν λίγο.
Αυτά τα χέρια,
αυτών των ποδιών.

Τα χέρια.
Παρατημένα.
Αφημένα.
Ακουμπισμένα ελαφρά
τόνα πάνω στ' άλλο.
Μιλούν.
Μιλούσαν.
Άγγιζαν.
'Επαιρναν.
Άφηναν.
Έδιναν.
Το δέρμα τους
φαίνεται 
-ακόμα και
πίσω από το τζάμι-
λιγάκι λιπαρό
κι άσπρο, σαν ζυμάρι
από ψωμί
κι όλη αυτή η στιγμή
υπήρχε.
Ζούσε.
Ανάσαινε.

Τώρα
αποτυπωμένες
οι βαριές σιωπές
μονάχα και τα σχήματα.
Η ζωή;
Την μαντεύεις
με τρόμο
ανιχνεύοντας νοερά
τις πλάτες του
κάτω από το σακάκι.

Πίσω από τη ράχη του
φαίνονται τα δέντρα.
Κορμοί από δέντρα.
Τα δέντρα υπήρχαν.
Τα δέντρα υπάρχουν.
Ναι.
Τα δέντρα υπάρχουν.
Θυμίζουν.
Μετρούν.
Στέκουν στο φόντο
επιβλητικά και
παράξενα.

Ο άνθρωπος ήταν.
Δεν είναι.
Έφυγε.
'Επειτα θάναι άλλος.
Κι άλλος.
Ίσως κι όχι.
Δεν σημαίνει.
Ο άνθρωπος
φεύγει-
έρχεται.

Τα δέντρα
μάρτυρες
μοναδικοί
αυτής της
στιγμής.
Όλα τα άλλα
έχουν χαθεί.

                  Ρ.Κ.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

σχολιάστε...