Απέναντι κάτσαμε,
ζεστάναμε το κολατσιό
από το σπίτι φερμένο,
τέσσερις ολομόναχοι
κι ο καθένας ένας κόσμος
άπειρος, μικρούλης,
αμήχανος, φορτωμένος
μπόγους ενοχές, με
γκριμάτσα μπότοξ
ξεγελούσε βλέμματα νεκρά
και συζήτηση δε φτούραγε,
μπουκιά δεν κατέβαινε,
τα λόγια κρυφά, πόνοι
που κακοφόρμιζαν...
Ένα κακό πλανιόταν
που έπαιρνε κεφάλια.
Ρ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
σχολιάστε...