ΠΟΡΕΙΕΣ
















Αιώνες πλέω μέσα μου γεμάτη 
σιωπή, άγνωστη, πεινασμένη 
γι αγάπη, σε πορείες αντίξοες, με
τα οικογενειακά κειμήλια συντροφιά,
ηρωικά, ντροπιασμένα, μυστικά..
Στο βάθος φανατισμένοι ρασοφόροι
χωρίς αίμα, στήνουν σκηνικά με
καλούς και κακούς, πυροβολούν
εξ' επαφής τα νιάτα μου, με
μαθαίνουν ν' αγαπώ τα ψέμματα,
με καθιστούν ένοχη, πάντα κακιά, 
μικρή κι ασύμβατη, με κληρονομιά
δάκρυα και δράματα, φευγιά και 
ξεσπιτώματα, που έβρεχαν τη ζωή μου,
μοναχικά δωμάτια, ήσυχα, μέρες
στρίγγλες να ξεφωνίζουν και
νύχτες αυτιστικά μωρά ασάλευτα..
Κακοφορμισμένα όνειρα, 
κακτώδης εφηβεία, ασήκωτοι οι
ρόλοι, χαρωπά αγγελούδια μέτραγαν
αμαρτίες, ροδοκόκκινα και γλυκερά,
οι Κυριακές καπνίζανε λιβάνια
και τα παπούτσια τα καλά, σφιχτά,
λουστρινάτα, ατσαλάκωτα,
έφτιαχναν κάλους, σε ορθοστασίες
θέλοντας και μη, στους γυναικωνίτες 
που μύριζαν σκόρδο και Φουζέρ και
τα στασίδια έτριζαν στο κάτσε σήκω,
όσο εσύ μάθαινες να υποφέρεις να
ανέχεσαι, να υποπτεύεσαι τις συγκινήσεις, 
τις υποσχέσεις και τα δάκρυα
κι αφού τέλειωναν τα λιβάνια και 
τα πρόσφορα, τέλειωναν τα 
Κυριακάτικα, η βδομάδα έφτιαχνε 
πάλι τη μάνα Μινώταυρο να χάφτει
παιδιά, αγόρια και κορίτσια αδιάκριτα,
με πύρινες αυλαίες που άνοιγαν σε
θλιβερά κι ολομόναχα μονόπρακτα, 
ενώ εκκωφαντικά "πατ-πατ" 
συκοφαντούσαν το δίκιο, 
ξεπουλώντας το άπαν, εκεί που
μια τεράστια, φουσκωτή φιλόλογος,
δεσποινίς εξήντα και, με μαθαίνει
να συντάσσομαι ευπρεπώς, να 
ακολουθώ κανόνες, να παπαγαλίζω
εξαιρέσεις, ενώ τα χαριτωμένα της 
κουμπάκια σφίγγουν τον κλοιό στο
λαιμό της κι ανάμεσα σε ροδαλά
προγούλια, ερωτεύονται τους αόριστους.
                                            Ρ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

σχολιάστε...