Ο ΠΑΠΠΟΥΣ















Ι. Ο παππούς ήταν αγόρι. 
Έκανε ζαβολιές,
έλεγε ψέματα άκακα 
κι εκνευριστικά,
σιγανοκοιμόταν 
στις καρέκλες, έκρυβε
πίσω του βίο δύσκολο 
που δεν ξεστόμισε
ποτέ, βρήκε τη γλύκα της ζωής του 
στο ανεβασμένο του ζάχαρο 
που τον ανέβασε πραγματικά 
ως τον ουρανό, 
αφού έτσι χάθηκε πάνω
στο ξημέρωνε μιας μέρας 
ανοιξιάτικης

ΙΙ.
Απροσπέλαστος,
με γυναικεία χέρια, 
ασημένια κυματιστά
μαλλιά και μάτια 
όλη τη θάλασσα, 
ρηχή και βαθιά, 
πρωινή και βραδιάτικη, 
όλο το μπλε το σιωπηλό, 
ανεξερεύνητο, ολομόναχο,
ήσυχο, αργοκίνητο 
και σχεδόν απαθές

ΙΙΙ.
Λάτρευε το φαγητό, 
στις μπουκιές του
φόρτωνε όλα που έλειπαν, 
σταθερά άσχετος
με όλους
διάβαζε με πάθος 
τ' ατυχήματα 
και τους θανάτους 
στο πισώφυλλο της
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗΣ του, 
δάκρυζε συνέχεια
χωρίς κλάμα και
τα κάτασπρα μαντήλια του 
με τις κεντητές μπορντούρες
ανέμιζαν στις μέρες του 
δίνοντας αλλόκοτη
και παλιοκαιρινή αρχοντιά...

                                                                  Ρ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

σχολιάστε...