Μάνα ορφανή, μάνα άκαρπη
γυναίκα φτωχογειτονιά, άτυχη,
αφού η παρηγοριά μόνο ήταν
ο κλήρος της, από τις θάλασσες
της φωτιάς κι απ' τους διωγμούς,
σε παράθυρα που ξεχείλιζαν
Ξαρχάκο και λιβάνια ακούμπησε,
σε κουζινάκι μικρό αχώρετο,
με κλαρωτή ποδιά μπρος στα
μεγάλα της τηγάνια, σοβαρή,
με ξίφη τα πηρούνια της, έβαζε
την ψυχή της τη βαριά στα χέρια
κι ολάκερη κατέθετε τις τηγανισμένες
της πατάτες, να σου μιλούν, να
σ' ευφραίνει η μυρωδιά τους κι η
χαρά της να σε θρέφει, να περνούν
από τους βλεννογόνους σου όλης της
γης οι νοστιμάδες κι όλα τα "δίνω" του
κόσμου, ν' ανακουφίζονται τα βάσανα,
οι δύσκολες μέρες, η απορημένη σου
εφηβεία, κι οι Δευτέρες- αρχές πίζουλων
βδομάδων, να μαλακώνουν κι αυτές.
Ρ.Κ.
της κυρά-Τασίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
σχολιάστε...