Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
ΝΑ ΧΑΘΕΙΣ
Η ντροπή σε ανάστησε, στα υγρά σκοτάδια
άπλωσαν οι ασθενικές σου φυλλωσιές,
τα σπίρτα σου ένα ένα τάκαψες κυνηγώντας
φαντάσματα να σε σώνουν και κάτω από
τις μαλλιαρές και σκοτεινές κουβέρτες
της απόγνωσης κρύφτηκες να μασουλάς
τα νύχια σου, ολόμονος κι αμαρτωλός εκ
γενετής, με φορτίο βαρύ ενοχών να
κυρτώνει τη ράχη σου, ζαλωμένο δίχως
χαμπάρι να το πάρεις, εκεί στον τόπο
των άδειων αγκαλιών, εκεί που ο τίτλος
άλλα έλεγε, όσο η αλήθεια ξεφώνιζε
αποτροπιασμένη και τα λόγια αγκομαχώντας
έβρισκαν τρόπο να σε δηλητηριάζουν
αργά και προσεκτικά, ανεπίγνωστα κι
ανεύθυνα να διασπείρουν φόβους, αναθέματα,
επικρίσεις και προς αποφυγήν παραδείγματα,
που σούφτιαξαν χνάρια να πατήσεις, σε
δικούς τους δρόμους να χαθείς
ολόκληρη ζωή από σένα.
Ρ.Κ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
σχολιάστε...