ΠΡΩΤΗ ΘΕΣΗ















Παιδί ακόμα ήμουν, πανύψηλος έδειχνε, λεπτοκαμωμένος, με Σαβάνας άρωμα και πορτοκαλί ουρανούς, που μόνο από ιστορίες και παραμύθια ήξερα να φαντάζομαι, από τα βιβλία μου τα μεγάλα, τον κόσμο των παραμυθιών μου-του παππού δώρο- κι εκεί, στις ζωγραφιές των  παραμυθιών από την Αφρική, πρωτοπαρατήρησα το σοκολατένιο δέρμα, εκεί είδα τα παράξενα τα μαλλιά σαν θαμνάκια ρίγανη κι άλλοτε κυματιστά και στριφογυριστά σαν συρματένια, στα παραμύθια μου απ' όλον τον Κόσμο! Με το βλέμμα στον ουρανό τον κοίταξα, σαν ζωντανή σκιά μου φάνηκε κι ο γιακάς του πιο άσπρο απ' το άσπρο έφεγγε μπρος μου, κλεισμένος με την πολύχρωμη γραβάτα του, ψιλόλιγνος με μάτια λαμπερά, ματιές πυροτεχνήματα και γέλιο πλατύ, ευγενικό, που όμοιό του δεν είχα ματαδεί, χαριτωμένο κι απλωμένο παντού σε όλον τον ορίζοντα, κάτασπρο γέλιο, ξέξασπρο, φορτωμένο μύθους, θρύλους, μουσικές και παραμύθια από γιαγιάδες χωμάτινες, τεράστιες κι ελαφρές...Εγκάρδιος λαμπερός άνθρωπος, ωραίος, με κίνηση από μουσική, μια τον είδα και μια τον έχασα, παιδί ήμουν, οι πεθαμένοι μου λιγοστοί ακόμα κι ο Οντούλ με τόσο φως και μουσική, με σώμα ζωγραφιά, σαράντα χρόνια τώρα κρατάει την πρώτη θέση στην συνειδητοποίηση, την έκπληξη, το αχνό γιατί και ένα "κρίμα", πώς και πόσο γρήγορα...τόση ζωή, τέτοια εντύπωση, τέτοια παρουσία...όλα, τελειώνουν.
...
Από τότε, μέσα μου το θανατικό ορίστηκε σα μια καρδιά, γεμάτη τρύπες μικρούλες, τόσες δα, αδιόρατες και σχεδόν αόρατες, μικρές και μοχθηρές, που αφήνουν τη ζωή να περνά λίγο-λίγο και να χάνεται, παρέα με αναστενιάρικες αναπνοές, αβαθείς, άβουλες, αδέξιες, νροπαλές, που κρύβουνε τα κλάματα τα παραχωμένα σε πυκνές, φοβισμένες, ύπουλες σιωπές καθοδηγούμενες από μακάβριου μαέστρου τη μπαγκέτα, που εγώ δεν τον ονόμαζα θεό, αλλά φόβο...

                                                        Ρ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

σχολιάστε...