VIOLET















...Τριανταπέντε χρονώ γυναίκα, σπουδασμένη, ταξιδεμένη, όμορφη και βελούδινη στης γης τις αποχρώσεις, της άμμου και της έρημος, με μάτια ανατολίτικα, μαύρα λαμπερά, με δάκρυ στις γωνιές τους διαμάντι, χείλη παραπονιάρικα, τριανταφυλλένια, όμορφα, που στόλιζαν γερά κάτασπρα δόντια παιδικά και τα μαλλιά της εβένινα γυαλιστερά βοστρυχωτά αλάφραιναν τη σιλουέττα της και της έδιναν αέρα....
Η κίνησή της στητή και γρήγορη, με το βάρος στη γη που πατούσε..το βάρος, το βάρος της, ο δήμιος και ο δράκος της, τα δεκαπέντε-είκοσι κιλά που φόρτωσαν τις μέρες της αμέσως μετά την εφηβεία, η φωλιά της ν΄απαγγιάζει απ΄τα σκληρά της ζωής, δεύτερο παιδί οικογένειας μικροαστών, ταινία των Ταβιάνι χωρίς διάλειμμα, ο μεγάλος γιός κλέφτης της μητρικής καρδιάς, άθελά του κι εύκολα χάρισμά του κι ύστερα κάνοντας τα πάντα να νιώθει και να είναι ο προνομιούχος, μη θέλοντας να δει τι του κόστιζε τούτο το κανάκεμα, δεύτερη και κατάκοπη η Violet προσπαθεί χρόνια να στήσει τη σημαιούλα της σε μια κορφή κι όλο σε χαράδρες πέφτει ή το εισητήριο για την κορυφούλα της καρδιάς της μάνας έχει κόστος υπέρογκο, δεν ξεπληρώνεται ποτέ κι εκεί που νομίζει πως άντε έφτασε, θα την καλοδεχτούν, θα την ξεκουράσουν, οι όροι απαράλλαχτα σκληροί, τα θέλουν όλα, την τυραννούν, τα είκοσι κιλά της πρέπει να πετάξει, να αλλάξει σε μιαν άλλη και τότε η καρδιά της μάνας ίσως και να την περιλάβει.
Και να πεις ότι δεν προσπάθησε; Ό,τι της πρότειναν μάνα, γιατροί και διατροφολόγοι τα προσπάθησε φιλότιμα. Από τα δεκαπέντε της ξεκίνησε ο πόλεμος με όπλα τις μαρουλοσαλάτες, τα άλαδα στήθια κοτόπουλων, τα μισερά γιαούρτια αγελάδος. Όλα κάτω από το άγρυπνο μάτι της μάνας-φρουρού, που ζύγιζε με το μάτι πώς πάει το εγχείρημα και όλο και στυγνότερα απαιτούσε και δε χαριζόταν με τίποτα...
Από τότε φώλιασε στα μάτια της το διαμαντένιο δάκρυ, η γοητευτική αυτή λύπη στο βυθό τους, που η καρδούλα της μόνο το ήξερε!..Και άλλαζε, άλλαζε μεγαλώνοντας και προσπαθώντας..Κι αφού δεν την δεχότανε η μάνα της, αποφάσισε να φύγει μόνη της σε ξενητειές μέσα κι έξω και ν’ αγαπηθεί μόνη της μ’ όλους τους τρόπους. Με φίλους που έκαναν την ανάγκη αγάπη κι αυτή τους το έδινε απλόχερα, να νιώσει χρήσιμη, καλή, έξυπνη..Με εραστές που μπορούσε να βγάζει το άχτι της και να προκαλεί την αγκαλιά πούχε χάσει με τα συναισθήματα  τις πιο πολλές φορές παραχωμένα, μην τ΄αγγίξει και πονέσουν κι άλλοτε που της ξέφευγε, να την πνίγουν οι λύπες κι οι ματαιώσεις! Με όλα τα βουτυρένια μυρωδάτα καλούδια, ψευδαίσθηση μωρουδίστικου ταίσματος στα χέρια τα μητρικά, γλυκάκια βαφτισμένα αγάπες, σάλτσες αρωματικές και πλούσια λιπαρά, ζύμες μοσχομυρωδάτες, τάρτες, πίτες κι όλων των λογιών την αγάπη που πέρνούσε από το στόμα και δεν την χόρταινε και πιάτα παράξενα, αποκτώντας μέσα στα χρόνια γούστο και γεύση εκλεπτυσμένα και ξεχωριστά, αντίβαρο σ΄αυτό που της έλειπε, σα να της το χρωστούσε το σύμπαν η Violet πήρε προικιό γεύση σωστή και ψαγμένη, φίνα, μοναδική που και πάλι η μητέρα αρνιόταν να καταλάβει, να δεχτεί, να τιμήσει, εγκλωβισμένη στα καθιερωμένα και με φόβο στα αλλιώτικα κι έπρεπε πάλι να μοχθήσει σκληρά για μια μικρή τόση δα αποδοχούλα!
Την γνώρισα παιδούλα, που προσπαθώντας μεγάλωνε και όλα τα χρόνια αγγίζω φευγαλέα τους πόνους, τις ζημιές της, τ’ αληθινά της και τα ψεύτικα κι όλα τα δέχομαι και τα παραδέχομαι, γιατί ένιωσα τον μόχθο που την στόλισε, τους καημούς τους παραχωμένους γιρλάντες γύρω της, την κοπιώδη συγκατάβαση να δεχτεί, να δικαιολογήσει, να συγχωρέσει και πάλι μετά, στους δρόμους διωγμένη και με τον θυμό να βράζει σε καζάνια θλίψης κι απέραντης ταπείνωσης να πατάει τους όρκους της από παιδί και κάθε υπόσχεση στον εαυτό της...ενήλικας και πιτσιρίκι η Violet πάντα, μικρή και μεγάλη, τρυφερή και σκληρή, θυμωμένη και θλιμμένη, όπως και να την συναντήσω αγγίζω το μεγαλείο της πληγής της, βλέπω σ΄αυτήν την ανθρώπινη ψυχή, ένα το θαύμα, άγια κι ιερή, που γιατί δεν ξέρει, όμως πάντα ψάχνει και ψάχνεται, με οδοδείκτες τις πληγές της, τα μαθήματα-παθήματα κι ορθώνεται μπρος στα στοιχειά της φύσης, προσπαθεί απλά να ζήσει λεύτερη κι όπως την γέννησε η φύση...
Πόσος σεβασμός μας ανήκει δικαιωματικά εμάς όλων των απανταχού αποδιωγμένων από τα μητρικά λιμάνια, τι τσαγανό, να γίνεσαι η ίδια η μάνα που δεν σε γνώρισε, δεν σ΄έννιωσε, δεν κατάλαβε, η μάνα του πληγωμένου σου παιδιού, του θυμωμένου εντός σου και ν’ αφιερώνεις τη ζήση σου σε υπερεντατικά ενηλίκων, για να τα βολέψεις και να τα γιατρέψεις, αφού κάθε στιγμή που ανταριάζεις θυμωμένη κι ολόκληρη γυρέυεις το αίμα της, αυτή την ίδια τη στιγμή το θείο σου μεγαλείο το από αλλού πλασμένο κι η ανάγκη σου μαζί η ακυρωμένη, θέλει να μπει στα παπούτσια της να την καταλάβει, να την δικαιώσει, να σταθμίσει από δίπλα κι ό,τι καλό θυμηθεί και να γιατροπορεύει έτσι χρόνια πληγές που ακόμα χάσκουν....
                                                     Ρ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

σχολιάστε...