Μεγαλομεγάλη από κούνια, ακόμα γυρεύει ζέστη σε αγκαλιές σκληρές, γωνιώδεις και η προσπάθειά της αγωνιώδης. Φτιάχνεται, ντύνεται, στολίζεται, κόβει τα που περισσεύουν με νυστέρια και κούρες ιατρικές κι αυτά που λείπουν τα γυρεύει εκεί που δεν βρίσκονται. Τέρατα-γέροι, μεταμφιεσμένοι νιάτα, βουρκόλακες αχόρταγοι, πίνουν το αίμα της και για δυο τους καλές κουβέντες ξεπουλάει ότι έχει και δεν έχει, απότομη, ξεχειλισμένη, σκληρή, φοβερή και φοβισμένη.. Σε ξεθωριασμένα στέκια με ντίβες αρσενικοθήλυκες, ντυμένες υαλουρονικό, παρέα-δεκανίκι, που δεν μπορεί και δεν θέλει κι ούτε φτάνει κι άντε δάκρυα τζάμπα να μουλιάζουν τη ζωή της. Ύστερα έρχονται οι νύχτες με τα μεγάλα της αλλόκοτα όνειρα, το κεφάλι πέτρα στα μαξιλάρια και το στόμα στιφό από το αλκοόλ, να προσπαθεί ησυχία να βρει μεσοπέλαγα της ζωής της, τα μάτια να μην κλείνουν η καρδιά της μέσα στα αίματα.
Εγώ τη συνάντησα σφιγμένη στη στενή της φούστα, που όλη ξεχείλιζε, λουσμένη στο άσπρο φως μιας στάσης λεωφορείου, σε δρόμο λουστρίνι βρεγμένο κι έρημο, ν' ανάβει ξανά και ξανά τσιγάρο, με φλέβες σκουλήκια στα χέρια της, τα μαλλιά λυμένα ν' αχνίζουν τη πάχνη της νύχτας, το ρίμελ της κλαμμένο να προσπαθεί..τα μάτια καταγάλανα -είχαν τα νιάτα με το μέρος τους κάποτε- μα τώρα είχαν ερημώσει πια...τη συνάντησα να προσπαθεί ακόμα.
Ρ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
σχολιάστε...