Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΒΑΡΕΘΗΚΕ















Ο θάνατος βαρέθηκε θάλασσες κι αλμύρες,
αγέρα απ΄τα βουνά πεθύμησε και πήρε τις ραχούλες,
να βρει γιαλί νερό βαθύ, απ' τα ψηλά να ξεφαντώνει
και δρόμο δεν κόβει ο άχαρος, ούτε πολύ χαζεύει
βρήκε νερό, το χάρηκε, το φόρεσε ως τη μέση,
τη μοίρα τη ξελλόγιασε, παρέα της ξαπόστασε, 
παλληκαράκια αντάμωσε, τα ήπιε και τα χόρτασε.
Ρ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

σχολιάστε...