φοβήθηκες
















Φοβήθηκες κι έφυγες 
όχι από την πίσω πόρτα,
αλλά από τη σάλα
τη μεγάλη τη φωτισμένη.
Μέτρησες, δεν τα βρήκες 
και χάθηκες συνένοχη 
κι αθώα, με περήφανα 
σηκωμένο το κεφάλι και
στα ωραία σου μαλλιά,
άνεμος συντρέχτης 
δεν φυσά, δεν ανεμίζει.
Ερήμωσες, στην καθημερινότητα
καθηλωμένη, ολομόναχη,
μαγειρεύοντας με φωτιά 
απ' την ψυχή σου, ψεύδη
ν' αντέχεις, να τα γεύεσαι,
να τα χωνεύεις και ξανά
από την αρχή κόκκινη
κλωστή δεμένη σε 
παραμύθι χωρίς τέλος..
                               Ρ. Κ.
                               της Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

σχολιάστε...