Στα σαλονάκια για καφέ

Δεν τους πιστεύω,κάνουν 
πως μιλούν, σκέπτονται, 
συνεννοούνται, αγαπιούνται,
γελούν...δεν τους πιστεύω. 
Εγώ βλέπω το πελώριο 
κόκκινο στόμα, γέλιο 
παλιάτσου κάτω από δέρμα 
συνένοχο, τα ψεύτικα μαύρα 
δάκρυα, που σκάβουν τις 
όψεις μαύρα πουλιά, 
τη σκηνή έτοιμη με 
μπερντέ πολύχρωμο 
γεμάτο πούλιες.
Αλέθουν, αλέθουν ζωή, 
παίρνουν τον αγέρα, 
καταναλώνουν το οξυγόνο, 
μαραίνομαι δίπλα τους 
δεν τους πιστεύω. 
Ασχολίες δήθεν,φαγητό 
άρρωστο, τρώνε, 
αφοδεύουν, ξανά τρώνε, 
κελαηδούν και τρίζουν, 
καθαρίζοντας τα δόντια 
με γλώσσες που κόκκαλα 
δεν έχουν και τις σιωπές 
τσακίζουν. Ανόητη, βολεμένη 
ζωή, αραδιάζουν ψέμματα 
ντυμένα ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, 
φωτογραφίες ζωής, 
ζωή σε αναπαράσταση, 
ψεύτικη που επιμελώς 
στήνουν κι εξωραϊζουν. 
Εγώ ψέμα δικό μου δεν έχω 
να φτιασιδώνω και ν΄απλώνω, 
να το καμαρώνω, να μου 
φτουράει να ζω...Τα κρησφύγετα 
ξεσκεπάστηκαν δεν 
έχω φτου και βγαίνω, 
κανένας δεν με περιμένει 
άλλωστε, όλοι στα σαλονάκια 
για καφέ, πρωί κι απόγευμα 
κι ωραία που περνάμε.
Εξώφυλλο στημένο με 
μισητή κι επικίνδυνη 
ωραιοπάθεια, περιφορά ανοησίας 
και κενότης που απλώνεται.
                                                  Ρ. Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

σχολιάστε...